- φρύγω
- ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Αφρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ.γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.)αρχ.1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ' ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος ὁδοιπόρος ἔδραμον ὥς τις», Θεόκρ.)2. παθ. φρύγομαιξηραίνομαι από τη δίψα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φρύγω, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bher- «ψήνω, βράζω» και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα *bhr- με επέκταση τής ρίζας με το φωνήεν -ῡ- / -ῠ- (πρβλ. φρῡγω, ἐφρῠγην) και το ουρανικό -g-Με τον ίδιο τρόπο, αλλά επεκτεταμένοι με διαφορετικά φωνήεντα, έχουν σχηματιστεί οι τ.: λατ. fr-i-go «ψήνω, τηγανίζω» και αρχ. ινδ. bhrjjat i «ψήνει»].
Dictionary of Greek. 2013.